ἀλλάξεις

ἀλλάξεις
ἄλλαξις
exchange
fem nom/voc pl (attic epic)
ἄλλαξις
exchange
fem nom/acc pl (attic)
ἀλλάσσω
make other than it is
aor subj act 2nd sg (epic)
ἀλλάσσω
make other than it is
fut ind act 2nd sg
ἀ̱λλάξεις , ἀλλάσσω
make other than it is
futperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Fred Kavli — (Greek: Φρεντ Καυλί , galanom αν το αλλάξεις θα σε γαμήσω ξέρω ποιος είσαι), b. 1927, is a naturalized American physicist, business leader, inventor and philanthropist. He was born in the village of Eresfjord, Nesset municipality in Møre og… …   Wikipedia

  • Τούρκος — ο, θηλ. Τούρκα και Τούρκισσα, Ν 1. αυτός που έχει τουρκική καταγωγή, που ανήκει στο τουρκικό έθνος 2. (κατ επέκτ.) μωαμεθανός («γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν αλλάξεις;») 3. μτφ. α) σκληρός και άσπλαχνος άνθρωπος β) πολύ θυμωμένος,… …   Dictionary of Greek

  • κακοπορεύω — 1. (ενεργ και μέσ.) ζω μίζερη ζωή, στερούμαι τα αναγκαία 2. (μτχ.) κακοπορεμένος, η, ον δυστυχής, φτωχός, ταλαίπωρος 3. παροιμ. «ξύσου και κακοπόρεψε, την Πασχαλιά θ αλλάξεις» για όσους ζουν στερημένη ζωή από τσιγκουνιά …   Dictionary of Greek

  • πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… …   Dictionary of Greek

  • Τούρκος — ο θηλ. Τούρκισσα και Τουρκάλα 1. αυτός που ανήκει στην τουρκική εθνότητα. 2. κάθε μωαμεθανός: Γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν αλλάξεις; (δημοτ. στίχ.). 3. άνθρωπος άγριος, βάρβαρος, άσπλαχνος: Τι Τούρκος είναι με τους κατωτέρους του!… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παλιοπάπουτσο — το 1. το παλιό, το πολύ φθαρμένο, το άχρηστο σχεδόν παπούτσι: Επιτέλους δε θα τ αλλάξεις αυτά τα παλιοπάπουτσα που λιώσανε στα πόδια σου; 2. αταίριαστο στο πόδι: Τα παλιοπάπουτσα μου σακάτεψαν τα πόδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπλέκτης — ο εξάρτημα του αυτοκινήτου, αμπραγιάζ: Για να αλλάξεις ταχύτατα, πρέπει να πατήσεις το συμπλέκτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”